ευαπόδεικτος

ευαπόδεικτος
ος , ον легко доказуемый;

ευαπόδεικτος ενοχη — легко доказуемая вина


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ευαπόδεικτος" в других словарях:

  • εὐαπόδεικτος — easily demonstrated masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευαπόδεικτος — η, ο (Α εὐαπόδεικτος, ον) αυτός που αποδεικνύεται εύκολα, που ελέγχεται εύκολα, απτός, χειροπιαστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + απο δεικτός (< απο δεικνύω) πρβλ. δυσ απόδεικτος, αν από δεικτος] …   Dictionary of Greek

  • εὐαπόδεικτον — εὐαπόδεικτος easily demonstrated masc/fem acc sg εὐαπόδεικτος easily demonstrated neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐαποδείκτου — εὐαπόδεικτος easily demonstrated masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐαπόδεικτοι — εὐαπόδεικτος easily demonstrated masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • благоприѣьнъ — БЛАГОПРИ˫АТЬНЪ (24) пр. Приятный, угодный: Жьрта моу правди(в)а. бл҃гопри˫атьна: и памѩте заъвна боудет. (δεκτή) Изб 1076, 143 об.; аще и попрѣти||ти комоу прилоучитсѩ прѣже самъ наоучивъсѩ смѣреномоудрию. тако бл҃гоприѩтенъ боудеши трѣбоующiмъ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ευ — (I) εὖ, επικ. τ. ἐΰ (Α) επίρρ. 1. καλά, ορθά, σωστά, όπως πρέπει (α. «εὖ καὶ ἐπισταμένως» καλά και έμπειρα, Ομ. Ιλ. «εὖ γὰρ σαφῶς τόδ ἴστε», Αισχύλ.) 2. κατ ευχήν, ευτυχής («ἐΰ οἴκαδ ἱκέσθαι» Ομ. Ιλ.) 3. (και με την ηθική έννοια) ευνοϊκά, φιλικά …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»